- αποταμίευση
- Στην οικονομία, είναι η πράξη με την οποία ένα άτομο διαθέτει μέρος του εισοδήματός του για σκοπούς άσχετους προς την άμεση κατανάλωση. Α. ονομάζεται επίσης το αντικείμενο της αποταμιευτικής πράξης, δηλαδή το αποταμιευμένο χρήμα (ή και άλλο αγαθό). Στις πρωτόγονες οικονομίες, στις οποίες το μεγαλύτερο μέρος των ατομικών εισοδημάτων δεν είχε χρηματική μορφή, υπήρχε το λεγόμενο εισόδημα σε είδος: ο αγρότης μάζευε και αποθήκευε το σιτάρι την εποχή της συγκομιδής, για vα αντιμετωπίσει τις ανάγκες της χειμερινής περιόδου, προνοώντας και για τη σπορά του επόμενου χρόνου· το πλεόνασμα της συγκομιδής των ετών αφθονίας το διατηρούσε για τα χρόνια της σιτοδείας κλπ. Αντίθετα, στις πιο εξελιγμένες οικονομίες προέχει η λεγόμενη χρηματική α., που έχει ως αντικείμενο χρηματικά ποσά. Το εισόδημα, εισπραττόμενο από ένα άτομο με μορφή χρήματος, μπορεί να διατίθεται εκτός από την άμεση απόκτηση καταναλωτικών αγαθών ή υπηρεσιών και για τον σχηματισμό χρηματικού αποθέματος για την αντιμετώπιση απρόβλεπτων αναγκών μέχρι την επόμενη είσπραξη εισοδήματος· για τον σχηματισμό ενός πιο σταθερού χρηματικού αποθέματος· για την απόκτηση αγαθών όχι άμεσης κατανάλωσης, αλλά για να δημιουργηθεί ένα απόθεμα τέτοιων αγαθών· για την απόκτηση πιστωτικών τίτλων· για την απόκτηση συντελεστών της παραγωγής.
Ανεξάρτητα αν δημιουργείται χρηματικό απόθεμα ή απόθεμα άλλων αγαθών, οι σκοποί της α. είναι δύο και μόνο: η από πριν εξασφάλιση χρηματικών ή πραγματικών μέσων που μπορεί αργότερα να είναι αναγκαία για την άμεση ικανοποίηση των αναγκών (α. για καταναλωτικό σκοπό) ή η διοχέτευση των αγαθών που αφαιρούνται από την κατανάλωση σε μια προσοδοφόρο χρησιμοποίηση για παραγωγή νέων αγαθών και προσπορισμό νέου εισοδήματος (α. για παραγωγικό σκοπό).
Η δεύτερη χρήση της α., η οποία αποκαλείται επένδυση, είναι σημαντικότερη και μπορεί να γίνεται απευθείας από εκείνον που αποταμιεύει ή, όπως συμβαίνει σε πάρα πολλές περιπτώσεις στις σύγχρονες οικονομίες, με τη διάθεση των χρηματικών ποσών που αποταμιεύονται στους επιχειρηματίες μέσω του τραπεζικού συστήματος έναντι μετοχών ή ομολογιών. Με αυτό τον τρόπο το τμήμα των εισοδημάτων που δεν μεταφράζεται σε ζήτηση καταναλωτικών αγαθών μετατρέπεται σε ζήτηση κεφαλαιουχικών αγαθών ή αγαθών επένδυσης.
Επειδή προορίζεται για επένδυση, η α. προσφέρει τις βάσεις επάνω στις οποίες στηρίζονται η παραγωγική ικανότητα και η οικονομική ισχύς μιας χώρας. Χάρη σε αυτήν οι πρωτόγονες παραγωγικές μέθοδοι, που βασίζονται κυρίως στη χρησιμοποίηση της ανθρώπινης εργασίας, μπορεί να αντικατασταθούν από άλλες, που στηρίζονται όλο και περισσότερο στη χρησιμοποίηση κεφαλαιουχικών αγαθών· έτσι διευκολύνεται η αύξηση των εισοδημάτων, που με τη σειρά της επιτρέπει μια μεγαλύτερη α. και συνεπώς ταχύτερη οικονομική και τεχνική πρόοδο. Γι’ αυτό η α. αντιπροσωπεύει ένα βασικό στοιχείο της οικονομικής ανάπτυξης.
Δεν πρέπει όμως να θεωρείται ότι το σύνολο της α. επενδύεται και μετασχηματίζεται σε κεφάλαιο, αφού ένα μέρος του χρήματος που δεν ξοδεύτηκε για καταναλωτικές ανάγκες, αντί να τεθεί στη διάθεση παραγωγών, μπορεί να παραμένει αργό στα χέρια εκείνου που αποταμιεύει, δηλαδή να αποθησαυρίζεται. Η αποθησαύριση, αν και μπορεί να θεωρηθεί ως α. από ατομική άποψη, κατά την αντίληψη πολλών οικονομολόγων δεν είναι σωστό να ονομάζεται α. από κοινωνική άποψη, αφού δεν προσπορίζει κανένα κέρδος στην παραγωγή.
Η αποθησαύριση όμως δεν είναι o μόνος τρόπος με τον οποίο η α. μπορεί να οδηγήσει σε δυσχέρειες: σε μια σύγχρονη εμπορευματική οικονομία, όταν η συνολική επένδυση δεν είναι ίση με την α., προκαλούνται βαθιές διαταραχές της οικονομικής ισορροπίας (οικονομικός κύκλος, κρίση, δυναμική οικονομική). Το ενδεχόμενο να μη συμπέσουν η α. και η επένδυση προκύπτει από το γεγονός ότι το συνολικό ύψος τους καθορίζεται από τις αποφάσεις ποικίλων ατόμων που ωθούνται από διαφορετικά κίνητρα. Ενώ η α. είναι ένα αρκετά σταθερό δεδομένο, το οποίο εξαρτάται περισσότερο από κάθε άλλο από το ύψος των ατομικών εισοδημάτων, οι επενδύσεις αποφασίζονται από τους επιχειρηματίες με βάση τις ασταθείς προβλέψεις για τα μελλοντικά κέρδη.
Οι διακυμάνσεις του επιτοκίου, το οποίο είναι η τιμή χρήσης της α., δεν ασκούν προέχουσα επίδραση σε αυτές τις αποφάσεις και δεν είναι συνεπώς αρκετές για να επιφέρουν ισορροπία μεταξύ ζήτησης και προσφοράς α. Η ρυθμιστική αποτελεσματικότητα του ύψους του επιτοκίου έχει περιοριστεί κατά πολύ τα τελευταία χρόνια, από το γεγονός ότι οι επιχειρήσεις προσφεύγουν όλο και περισσότερο στην αυτοχρηματοδότηση, που εσφαλμένα ορίζεται ως αναγκαστική α., αφού τα επιχειρηματικά κέρδη επενδύονται πάλι αντί να διανεμηθούν ως μερίσματα. Μία άλλη μορφή της λεγόμενης αναγκαστικής α. είναι η είσπραξη από το κράτος μέσω των φόρων ενός μέρους των ιδιωτικών εισοδημάτων που διατίθενται σε επενδύσεις.
Έντυπο που μοίραζαν οι αμερικανικές τράπεζες, για να ωθήσουν τους καταναλωτές να επενδύουν τα εισοδήματά τους σε παραγωγικές δραστηριότητες.
Έντυπο των τραπεζών των ΗΠΑ που το μοίραζαν κατά τον μεσοπόλεμο, για την αξία της αποταμίευσης.
* * *ημέρος των χρηματικών διαθεσίμων των ιδιωτών, των επιχειρήσεων και των νοικοκυριών, που δεν προορίζονται για δαπάνες κατανάλωσης.[ΕΤΥΜΟΛ. < αποταμιεύω. Η λ. μαρτυρείται από το 1833 στους Ελληνικούς Κώδικες].
Dictionary of Greek. 2013.